- βραχεῖ'
- βραχεῖα , βραχύςshortfem nom/voc sgβραχεῖαι , βραχύςshortfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραχέι — βραχέϊ , βραχύς short masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχεῖ — βραχύς short masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Mito — Para otros usos de este término, véase Mito (desambiguación). El dios Thor, de los vikingos, en la batalla contra los gigantes. Pintura de Mårten Eskil Winge (1872). Un mito (del griego μῦθος, mythos, «relato», «cuento») es un relato tradicional… … Wikipedia Español
Mitología — Estatua de Júpiter Tonante (Museo del Prado). Desde an … Wikipedia Español
CASTORIS — marinum animal, tam horrendi eiulatus, ut audientes enecet, uti refert Aelian. l. 9. c. 50. Hinc Oppianus Halieutic. l. 1. Καςτορίδες τ᾿ ὀλοαὶ δυςπ ενθέεες, αἰτ᾿ ἀλεγεινην` Ο῎ςπαν ἐπὶ κροκάλοισιν ἀπαίσιον ὠρύονται, Α᾿νδράσιν῾ ὃς δέ κε γῆρυν εν… … Hofmann J. Lexicon universale
άβραχος — (I) η, ο (Α ἄβραχος, ον) αυτός που δεν έχει βραχεί, άβρεχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βραχῆναι, παθ. αόρ. τού βρέχω]. (II) η, ο [βράχος] ο χωρίς βράχους … Dictionary of Greek
άβρεχτος — και άβρεχτος, η, ο (Α ἄβρεχτος, ον) [βρέχω] αυτός που δεν έχει βραχεί, άβραχος, στεγνός, ξερός, άνυδρος, απότιστος … Dictionary of Greek
άρραντος — ἄρραντος, ον (Α) αυτός που δεν έχει ραντιστεί, που δεν έχει βραχεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρραντος < ραντός < ραίνω] … Dictionary of Greek
άτεγκτος — η, ο (AM ἄτεγκτος, ον) (για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος νεοελλ. ανεπηρέαστος αρχ. αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»] … Dictionary of Greek
αβρεξιά — η [άβρεχτος] 1. έλλειψη βροχής, ανομβρία, αβροχιά 2. το να μην έχει βραχεί κάποιος ή κάτι … Dictionary of Greek